λαυροστάται

λαυροστάται
λαυροστάται, οἱ (Α)
οι χορευτές τού αρχαίου δράματος τους οποίους τοποθετούσαν στον μεσαίο από τους τρεις στοίχους τού χορού, επειδή ήταν οι χειρότεροι, ώστε να είναι λιγότερο θεατοί από όσους παρακολουθούσαν το παιζόμενο δράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαύρα + -στάται, πληθ. τού -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι), πρβλ. χορο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαυροστάται — the choreutae who stood in the middle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”